zoom$93136$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

zoom$93136$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Zooming; Zoom (movie); Zooming out; Zooming in; Zoom in; Zoom out; Zoom (song); ZOOM (disambiguation); Zoom (album); ZOOM (TV series); Zoom (TV series); ZOOM; Zoom (film); Zoom (2016 film); Zoom (TV channel); Zoom (company); Zoom (disambiguation)

zoom      
v. ανίπταμαι διαγωνίως, μεγεθύνω
zoom lens         
  • Canon AE-1, a 35mm camera with a zoom lens. The advantage of a zoom lens is the flexibility, but the disadvantage is the optical quality. Prime lenses have a greater image quality in comparison.
  • Canon DIGI SUPER 86 II]] zoom lens with 86× magnification
  • Cross section of [[Fujinon]] XF100-400mm zoom lens
  • archive-date=2 May 2014}}</ref>
CAMERA LENS WITH A VARIABLE FOCAL LENGTH
Optical zoom; Zoom lenses; Optical zoom lens; Optical zoom lenses
n. τηλεφακός

Ορισμός

zoom
¦ verb
1. (especially of a car or aircraft) move or travel very quickly.
2. (of a camera) change smoothly from a long shot to a close-up or vice versa.
¦ noun the action of a camera zooming.
?short for zoom lens.
Origin
C19: imitative.

Βικιπαίδεια

Zoom